εικονογραφώ — εικονογραφώ, εικονογράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εικονογραφώ — εικονογράφησα, εικονογραφήθηκα, εικονογραφημένος, μτβ. και αμτβ. 1. γράφω εικόνες, ζωγραφίζω. 2. διακοσμώ με εικόνες, έντυπο ή κτίριο, προσωπογραφώ (κάνω πορτρέτα), τοιχογραφώ: Εικονογραφήθηκε το βιβλίο από τον τάδε ζωγράφο. 3. μτφ., περιγράφω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εικονογραφημένος — η, ο βλ. εικονογραφώ … Dictionary of Greek
ζωγραφίζω — και ζωγραφώ (AM ζωγραφῶ, έω) 1. αναπαριστάνω, απεικονίζω με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια πρόσωπα, ζώα ή πράγματα 2. διακοσμώ με εικόνες, εικονογραφώ («ζωγράφισε το βιβλίο») νεοελλ. 1. καταγίνομαι με τη ζωγραφική 2. μτφ. α) περιγράφω γραπτώς ή με … Dictionary of Greek
ιστοριζογράφω — ἱστοριζογράφω (Μ) ζωγραφίζω, εικονογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορίζω + γράφω] … Dictionary of Greek
ιστορογραφίζω — ἱστορογραφίζω (Μ) ζωγραφίζω, εικονογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού ἱστορογραφῶ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
πορτραίτο — Bλ. λ. προσωπογραφία. * * * και πορτρέτο, το, Ν προσωπογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. portrait < portraire «εικονογραφώ»] … Dictionary of Greek
προσεικονογραφώ — έω, Μ [εἰκονογραφῶ] περιγράφω με εικόνες επί πλέον … Dictionary of Greek
εικονογραφημένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του εικονογραφώ (βλ. λ.), στολισμένος με εικονογραφίες: Εικονογραφημένο περιοδικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιστορώ — ιστόρησα, ιστορήθηκα, ιστορημένος 1. αφηγούμαι. 2. εικονογραφώ: Ιστορημένα χειρόγραφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)